- προσευχῶν
- προσευχήprayerfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
ροζάριο(ν) — το, Ν 1. σειρά προσευχών τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας 2. το κομπολόγι που χρησιμοποιείται για την αρίθμηση τών προσευχών αυτών, αλλ. ροδάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rosarium, ii «ροδώνας»] … Dictionary of Greek
Σοφρόνι — Βούλγαρος συγγραφέας (Κοτέλ 1739 Βουκουρέστι 1813). Ήταν επίσκοπος της Βράτσκας και πολέμησε για την πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη της Βουλγαρίας. Κυνηγήθηκε από τους Τούρκους και πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έγραψε τη συγκινητική του… … Dictionary of Greek
Andreas Kalvos — (Greek: Ἀνδρέας Κάλβος; 1792 November 3, 1869) was a contemporary of Dionysios Solomos and one of the greatest Greek writers of the 19th century.BiographyAndreas Kalvos was born in 1792 on Zakynthos to an upper class mother (Andriani Roukani) and … Wikipedia
Andreas Calvos — Pour les articles homonymes, voir Calvos. André Calvos … Wikipédia en Français
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek